- ἀνατύπωμα
- ἀνατύπωμαmental imageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανατύπωμα — το το ξανατύπωμα: Θα γίνει ανατύπωμα για το δεύτερο χρώμα των εικόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)